Απο τις ζωες των αλλων, στον θανατο του Ulrich Mühe
Κυριακη μεσημερι με ηλιο νταλα, περπατωντας μεσα απο ενα ασυνηθιστο για την βορειο αμερικη δαιδαλωδες σοκακι βγαινουμε με την Κ. στον κεντρικο δρομο του Κινγκστον.
Η ολη ατμοσφαιρα κι η συμπεριφορα των ανθρωπων γυρω μας καλοκαιρινη κατα ενα τροπο που θυμιζει εντονα ευρωπαικο θερετρο, για λιγο με μεταφερει χιλιαδες μιλια μακρυα, μια στιγμιαια συγχηση παρεμβαλει εικονες του μυαλου στο οπτικο μου πεδιο.
Δεν θελουμε να οδηγησουμε και κατηφοριζουμε προς την λιμνη. Διπλα στο ναυτικο ομιλο του Κινγκστον εχει μια υποτυπωδη παραλια κι η Κ. εκμεταλλευεται την αφοπλιστικη εμφανιση και το χαμογελο της και παριστανει οτι ειναι μελος χωρις ποτε κανεις να τολμησει να της ζητησει ταυτοτητα η να της αμφισβητησει το δικαιωμα της να ξαπλωνει στα ψαθινα στρωματα εκει με τα μεγαλα μαξιλαρια και τα γονατα λυγισμενα σαν μεγαλα βοτσαλα να λαμπυριζουν απο τις σταγονες του ιδρωτα που κυλανε νωχελικα.
Μου μεταφραζει Ριλκε απο τα γερμανικα στα ουγγρικα και τα αγγλικα, εγω σκεφτομαι λεξεις στα ελληνικα, η αισθηση ομως διαπερναει τη μεταφραση, το νοημα προυπαρχει του γλωσσικου κωδικα, οι ωρες περνανε σιγουρα αλλα καθησυχαστικα οσο το κυμα που σκαει στην ακρογιαλια...
Κουρασμενοι απο τον ηλιο βαδιζουμε αργα το απογευμα πισω στην πολη, εχουμε χασει τη χαρη μας, ελαφρως σερνομαστε κι οι δυο, μαυρισμενοι και ζαλισμενοι αλλα ικανοποιημενοι.
Το ματι μου πιανει το ονομα του κεντρικου κινηματογραφου που προβαλει το "La tourneuse de pages" και το προτεινω στην Κ. αλλαζοντας τη ροτα μας προς το Screening Room.
Τελικα, η σειρα των μικρων συμπτωσεων στη ζωη μας ειναι επι το πλειστον αναλογη της προσοχης που δινουμε στις λεπτομερειες γυρω μας και κατα ποσο αφηνουμε σ αυτες να σχηματισουν εναν οποιονδηποτε συνδετικο κρικο αναμεσα τους.
Θυμαμαι οτι την ταινια αυτη την εμαθα πρωτη φορα στην Αθηνα το Δεκεμβρη, στα «προσεχως» προτου δω για πρωτη φορα τις «Ζωες των Αλλων». Τωρα, κανοντας βολτες στο φουαγιε βλεπω στη γωνια ενα κουτι με αφισες ταινιων τυλιγμενες σε ρολα, τρεις-τεσσερις ολες κι ολες. Η μια ειναι απο τις Ζωες των Αλλων με τον Ulrich Muhe να κοιταζει εντονα με τα υγρα του ματια να κρυβουν κατι ευθραυστο απο πισω...
Ρωταω τον ταμεια ποσο κανει η αφισα και μου απανταει απλα «παρτην, δικη σου». Βλεπω το προσωπο της Κ, να σοβαρευει. «Ξερεις, Θ, εχθες διαβασα στην Die Welt οτι ο Muhe ειναι αρρωστος, εχει καρκινο στο στομαχι, το ηξερε ηδη οταν γυριζαν την ταινια...»
Τρεις μερες αργοτερα μαθαινεται οτι ο Ulrich Mühe πεθανε, αμεσως, αστραπιαια, αμετακλητα, ανασταση δεν αναμενεται.
Συγκινηθηκα χωρις να ξερω τον ανθρωπο παρα μονο το βλεμμα του, κι η ειδηση του θανατου του – σαν την ταινια που μαθευτηκε απο στομα σε στομα – ετσι κι αυτη εξαπλωθηκε μαγικα απ’ ακρη σ’ ακρη στον μικρο πλανητη.
Και τοτε, σε ενα διαλειμα της ημερας στη ρουτινα της δουλειας μου ηρθε στο νου καθαρα και δυνατα η σκηνη της Σονατας για εναν καλο ανθρωπο, οπου ο Muhe/Wiesler ακουγοντας τη μουσικη νιωθει τα δακρυα να κυλανε στα μαγουλα του, και σκεφτομαι πως εκει τα ορια δεν ειναι πλεον ορατα, δεν ειναι μονο ο ηθοποιος που κλαιει μεσα στο ρολο του αλλα κι ο αληθινος Μuhe, ισως γι αυτο ειναι τοσο διαπεραστικη η σκηνη αυτη.
Κλαιει μαλλον και για τον ιδιο του τον εαυτο, για ολα αυτα που προκειται να χασει σε λιγο, η αβασταχτη επιγνωση της επικειμενης απωλειας ολων οσων αγαπαει, κατι το αμετακλητο και τοσο τραγικο. Ενα γλυκοπικρο δακρυ της συνειδησης για τη ζωη που εζησε και για οσα αφηνει πισω.
Τι κυκνειο ασμα...
Das ist fur Dich, Ulrich.